ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ Ο ο Ελσον Ζγκούρη
Προχθές σχόλασα κάπως αργά από τη δουλειά και πήγαινα βιαστικά να βρω το αυτοκίνητο. Με πολύ ευγενικό τρόπο αλλά και με έναν δισταγμό με σταμάτησε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων να με ρωτήσει για έναν αριθμό στο δρόμο, μια συγκεκριμένη διεύθυνση έψαχναν. Από τη βιασύνη μου δεν είχα βγάλει καν τη μάσκα που υποχρεωτικά φοράμε μέσα στο κτήριο. Δυσφόρησα που μου έκοψαν τη φόρα και θα πήγαινα σπίτι μου τρία λεπτά αργότερα.
Όταν είδα τα γεμάτα ευγένεια και ταπεινότητα πρόσωπα τους ντράπηκα και δεν έβγαλα τη μάσκα μου. Δεν ήθελα να δουν τη δυσφορία στο πρόσωπο μου. Αργότερα σκέφτηκα ότι έτσι καλύπτω και τα κακά γερμανικά μου. Σε μισό λεπτό βρήκαμε όλοι μαζί το πιθανό σημείο, ήταν από την άλλη πλευρά, μετά τα φανάρια.
Στο περίπου.
Στο χωριό όπου μεγάλωσα οι άνθρωποι πάντα χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον στον δρόμο. Αυτό συνέβαινε πιο έντονα με τα ηλικιωμένα άτομα. Ακόμα και σήμερα λέμε αστεία για το «τίνος είσαι εσύ» και άλλα.
Μικρός με ενοχλούσε πολύ να χαιρετάω και να απαντάω σε ερωτήσεις. Πάντα με μάλωνε η μαμά μου για αυτό, στα πολύ σοβαρά μάλιστα.
Δύσκολο πράγμα η μοναξιά θαρρώ.
Κάθε φορά που επισκεπτόμασταν το χωριό μας στην Αλβανία ο μπαμπάς μου χαιρετούσε όλα τα γερόντια που συναντούσαμε. Άλλες φορές καθυστερούσε αρκετά επειδή κάποιες γριούλες και κάποιοι παππούδες του έπιαναν την κουβέντα.
Εγώ πάλι δυσφορούσα. «Ανάγκη από κουβέντα έχουν» μου έλεγε ο μπαμπάς μου. Τους έδινε πάντα και λίγα χρήματα λέγοντας τους να πιουν έναν καφέ από εκείνον. Δυσφορούσα περισσότερο σκεπτόμενος πως εκεί γύρω δεν είχε καν καφενείο.
Όταν μέναμε με τον Αρτέμη στο Καρά Ορμάν κάθε φορά που κατεβαίναμε με το αυτοκίνητο του για να πάμε κέντρο εκείνος χαιρετούσε αστειευόμενος τους γέροντες στον δρόμο προσποιούμενος ότι τους γνωρίζει.
Και χαχαχα εμείς μέσα στο αυτοκίνητο.
Πάντα ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό με ενθουσιασμό. Μια μέρα ο παπάς που έμενε από κάτω μας μου είπε πόσο εντύπωση του κάνει που ο Αρτέμης σε μικρό χρονικό διάστημα γνώρισε τόσο κόσμο στη γειτονιά. Σιγά σιγά οι γέροντες άρχισαν να μας χαιρετάνε πρώτοι με το που έβλεπαν το αυτοκίνητο.
Τους χαιρετούσαμε κι εμείς στα σοβαρά πλέον χωρίς να ξέρουμε τα ονόματά τους. Ούτε εκείνοι ήξεραν τα δικά μας άλλωστε. Κάποιοι μάλιστα με χαιρετούσαν και όταν έπαιρνα το λεωφορείο «1 Βύρωνας». Χαιρετούσαν εγκάρδια αν και κάποιοι σίγουρα είχαν σίγουρα καταλάβει ότι αρχικά κάναμε τον χαβαλέ μας. «Παιδιά είναι» τους φαντάζομαι να είχαν πει μεταξύ τους.
Δύσκολο πράγμα η μοναξιά.
Όταν μπήκα στο αυτοκίνητο ντράπηκα ακόμα περισσότερο βγάζοντας τη μάσκα μου. Για αυτό το περίπου. Θα μου έπαιρνε ένα δεκάλεπτο-άντε ένα τέταρτο της ώρας- να πάω μαζί τους και να περάσουμε παρέα τη διάβαση στα φανάρια-κι ας καταλάβαιναν ότι δε μιλάω καλά γερμανικά- και να βρούμε το ακριβές σημείο που ήθελαν να πάνε.
Μόνο και μόνο για εκείνο το απολογητικό βλέμμα που και οι δύο είχαν επειδή έκλεψαν μισό λεπτό από τον χρόνο μου.
Μισό λεπτό! Τουλάχιστον τους χαιρέτισα και τους ευχήθηκα καλή τύχη. Μισή ντροπή.
Δύσκολο πράγμα η μοναξιά…