« Ο τρόπος με τον οποίο δομείται η πολιτική των φύλων στον κόσμο μας, σχετίζεται με το πώς βλέπουμε τα ζώα, ειδικά τα ζώα που καταναλώνονται. Η πατριαρχία είναι ένα σύστημα φύλων που εμπεριέχεται στις σχέσεις ανθρώπου/ζώου. Επιπλέον, η έννοια του φύλου περιλαμβάνει οδηγίες σχετικά με τις κατάλληλες τροφές. Το να είσαι άντρας στην κουλτούρα μας είναι συνδεδεμένο με ταυτότητες που είτε διεκδικούν είτε αποκηρύσσουν – τι κάνουν και τι δεν κάνουν οι «πραγματικοί» άνδρες. Οι «πραγματικοί» άντρες δεν τρώνε λαχανικά. Δεν είναι μόνο θέμα προνομίων, είναι θέμα συμβολισμού. Ο ανδρισμός κατασκευάζεται στην κουλτούρα μας, εν μέρει, από την πρόσβαση στο κρέας και τον έλεγχο άλλων σωμάτων».
– Carol Adams 2010.
Η ιδέα ότι το κρέας είναι “αντρικό” είναι ριζωμένη στην κοινωνία μας και διαποτίζει την ποπ-κουλτούρα και τη διαφήμιση. Οι διαφημίσεις κρέατος συχνά στοχεύουν ανδρικό κοινό επαινώντας την αρρενωπότητα της κατανάλωσης κρέατος ή απεικονίζοντας σεξουαλικές γυναίκες δίπλα στο κρέας (Adams, 2020), υπονοώντας ότι τόσο οι γυναίκες όσο και τα μη ανθρώπινα ζώα είναι προϊόντα κατανάλωσης για άνδρες. Όπως φαίνεται στο πρώτο απόσπασμα, η Adams (1990/2015) και άλλες οικοφεμινίστριες υποστηρίζουν ότι τα πατριαρχικά συστήματα καταπιέζουν και υποβαθμίζουν τις γυναίκες, τα ζώα και τη φύση και ότι το κρέας λειτουργεί ως σύμβολο αυτής της κυριαρχίας. Για πολύ καιρό αυτές οι ιδέες εμφανίζονταν μόνο στη βιβλιογραφία της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, και με την αυξανόμενη δημοτικότητα των βίγκαν διατροφών όπου έχουν σαν βάση τα λαχανικά, φρούτα, όσπρια και ξηρούς καρπούς, και οι ψυχολόγοι άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον για την αλληλένδετη φύση των προκαταλήψεων και στάσεων ενός φύλου απέναντι στα ζώα, το κρέας και την αρρενωπότητα. Σε αυτό το άρθρο, ενσωματώνουμε την κοινωνική-ψυχολογική θεωρία με την οικοφεμινιστική θεωρία και εξετάζουμε για να αξιολογήσουμε, από ψυχολογική άποψη, δύο βασικούς ισχυρισμούς της οικοφεμινιστικής θεωρίας:
- Οι καταπιεστικές συμπεριφορές απέναντι στις γυναίκες (σεξισμός) και στα ζώα (σπισισμός) είναι αλληλένδετες και οι γυναίκες ζωοποιούνται προκειμένου να δικαιολογηθεί η υποδεέστερη θέση τους (σε σχέση με τους άνδρες) στην κοινωνία.
- Η κρεατοφαγία και οι έννοιες της αρρενωπότητας είναι αλληλένδετες και οι άνδρες που απέχουν από την κατανάλωση κρέατος (δηλαδή, vegetarians και vegans) θηλυκοποιούνται και υποτιμούνται.
Οικοφεμινισμός
Σε ένα από τα θεμελιώδη έργα της οικοφεμινιστικής θεωρίας, το «The Sexual Politics of Meat», η Carol Adams υποστηρίζει ότι η υποταγή των γυναικών και η υποταγή των ζώων στην κοινωνία συνδέονται ουσιαστικά. Ένα βασικό επιχείρημα της οικοφεμινιστικής θεωρίας είναι ότι η σχετικά χαμηλότερη θέση των γυναικών στην κοινωνία δικαιολογείται με το να τις θεωρούν λιγότερο ώριμες και λογικές από τους άνδρες και να τις ανάγουν στις αναπαραγωγικές τους λειτουργίες (πχ. μια γυναικά έχει σαν σκοπό ζωής να γίνει μητέρα), αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να τις απανθρωποποιούν [1]αποτελεσματικά (Adams 1990). Έτσι, στις γυναίκες μπορεί να αποδοθεί χαμηλότερη ηθική θέση και να θεωρηθούν ως αντικείμενα προς κατανάλωση με τον ίδιο τρόπο που τα ζώα αντικειμενοποιούνται με το να περιορίζονται στη λειτουργία τους ως κρέας για ανθρώπινη κατανάλωση (Adams, 1990/2015, Opotow, 1993).
Σύμφωνα με την οικοφεμινιστική θεωρία, το κρέας είναι σύμβολο της πατριαρχίας, εξουσίας, κυριαρχίας και της αρρενωπότητας (Adams 2015). Θεωρητικά, η σχέση κρέατος-αρρενωπότητας πιστεύεται ότι πηγάζει από τον έμφυλο καταμερισμό εργασίας στο μακρινό παρελθόν της ανθρωπότητας (κυνηγός- τροφοσυλλέκτης). Το κρέας ήταν συχνά δύσκολο να βρεθεί, αλλά εκτιμήθηκε σαν τροφή για την παροχή της δύναμης και είναι συνδεδεμένο με την επιβίωση κάτω από σκληρές συνθήκες ( Milton, 1999, Smil, 2002). Έτσι, εκείνοι που ήταν σε θέση να παρέχουν κρέας είχαν περισσότερη δύναμη και εξουσία από εκείνους που δεν ήταν (Chan & Zlatevska, 2019). Δεδομένου ότι το κυνήγι ήταν σε γενικές γραμμές μια ανδρική δραστηριότητα, στην ανθρώπινη ιστορία, το κρέας δεν χορηγούνταν μόνο επιλεκτικά από τους άνδρες, αλλά όταν το κρέας ήταν σπάνιο να βρεθεί, δινόταν μόνο σε άνδρες και όχι σε γυναίκες (Adams, 1990, Ruby & Heine, 2011). Αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν στη συμβολική αξία του κρέατος που αντιπροσωπεύει την αρρενωπότητα, τη δύναμη και την κυριαρχία στη φύση . Κατά συνέπεια, οι άντρες που δεν καταναλώνουν κρέας αποτυγχάνουν να τηρήσουν ένα κρίσιμο μέρος του ρόλου του ανδρικού φύλου και έτσι απαξιώνονται (Adams, 2015).
Ο χορτοφαγικός οικοφεμινισμός καθιστά επίσης κάποιον συνένοχο στη βία κατά των ζώων και των γυναικών, γιατί «η κρεατοφαγία είναι μια μορφή πατριαρχικής κυριαρχίας … που υποδηλώνει μια σύνδεση μεταξύ της ανδρικής βίας και μιας διατροφής που βασίζεται στο κρέας». Η χορτοφαγία (βιγκανισμός) είναι μια ιδεολογία και είναι ένα μέσο διαμαρτυρίας για τη βία όλων των ειδών επειδή πιστεύει ότι “τα ζώα και οι άνθρωποι υποφέρουν και πεθαίνουν εξίσου. Η βία προκαλεί τον ίδιο πόνο, την ίδια αλαζονεία , και την σκληρή και βάναυση αφαίρεση ζωής.” Η χορτοφαγία είναι επομένως ένας τρόπος με τον οποίο οι οικοφεμινίστριες μπορούν να ενσωματώσουν τις πεποιθήσεις τους, επειδή η κατανάλωση κρέατος υποστηρίζει άμεσα την κυριαρχία των ανθρωπίνων ζωών επί των μη ανθρώπινων ζωών, τον σπισισμό και τη δημιουργία ιεραρχιών. Η γαλακτοβιομηχανία αποκτά έσοδα μέσω της τεχνητής γονιμοποίησης και της επακόλουθης γαλουχίας γυναικείων σωμάτων. Όταν γεννηθεί το μοσχάρι τους, απομακρύνεται αμέσως από τη μητέρα του. Εάν είναι αρσενικό μοσχάρι, προορίζεται να πουληθεί στη βιομηχανία μοσχαριού ή βόειου κρέατος. Εάν είναι θηλυκό μοσχάρι, προορίζεται για να ζήσει την ίδια ζωή με την μητέρα του.
Η βιομηχανία αυγών, μοσχαρίσιου κρέατος και γαλακτοκομικών κερδίζει άμεσα από την εκμετάλλευση του αναπαραγωγικού συστήματος θηλυκών μη ανθρώπινων ζώων. Ομοίως, πολλές βιομηχανίες, όπως η διαφημιστική βιομηχανία, επωφελούνται από την αντικειμενοποίηση των γυναικείων ανθρώπινων σωμάτων, αντιμετωπίζοντάς τα ως κάτι που πρέπει να υποταχθεί.
[1] ΥΓ: Η έννοια απανθρωποποίηση (αγγλική ορολογία: dehumanization) αντικατοπτρίζει την ιδέα που ασπάζονται ορισμένοι άνθρωποι σχετικά με τα χαρακτηριστικά άλλων που τους καθιστούν “μη-ανθρώπους”. Ειδικότερα, ο όρος σχετίζεται με την πεποίθηση ότι κάποιες εθνοτικές ή κοινωνικές ομάδες ανθρώπων αποτελούν κάτι κατώτερο του ανθρωπίνου είδους, μην έχοντας την ικανότητα να αναπτύξουν σύνθετα συναισθήματα, εξαιρουμένης της χαράς και της λύπης. Ο ορισμός αυτός προκύπτει ύστερα από μελέτη της κοινωνικής ψυχολογίας.
Συνδεδεμένη καταπίεση: η σύνδεση απέναντι στα ζώα και τις γυναίκες
Η οικοφεμινιστική θεωρία υποστηρίζει ότι οι πατριαρχικές δομές φύλου και οι καταπιεστικές συμπεριφορές προς τα ζώα είναι αλληλένδετες (Adams & Gruen, 2014; Bloodhart & Swim, 2010) επειδή τα ζώα υποτιμώνται και, μέσω της απανθρωποποίησης, οι γυναίκες τοποθετούνται σε αυτή την κατώτερη κατάσταση των ζώων. Αυτή η τοποθέτηση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το δυσανάλογο όγκο διακρίσεων και θυματοποίησης που βιώνουν οι γυναίκες ως ομάδα (Adams 2015 Opotow, 1993). Σύμφωνα με στοιχεία η απανθρωποποίηση χρησιμεύει για να δικαιολογήσει την επιθετικότητα και την παραβίαση των γυναικών (Castano & Giner-Sorola, 2006; Hodson et al., 2020). Πράγματι, η παρομοίωση μελών μιας ομάδας με ζώα είναι υποτιμητική μόνο εάν τα ζώα υποτιμώνται σε σχέση με τους ανθρώπους (Costello & Hodson, 2010, 2014).
Επιπλέον, η Adams υποδεικνύει ότι οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τη «θηλυκότητα» των ζώων μέσω της κατανάλωσης θηλυκών ζώων όπως οι κότες και οι αγελάδες καθώς και τα υποπροϊόντα τους όπως τα αυγά και τα γαλακτοκομικά.
Επιπλέον, η Adams υποστηρίζει ότι οι δεσμοί μεταξύ γυναικών και ζώων ενισχύονται μέσω ενός φαινομένου που ονομάζεται «absent referents». Αυτή η ερμηνεία αναφέρεται στο ότι τα ζώα σαν όνομα (π.χ., γουρούνι) και σαν σώμα (π.χ., κεφάλι) πλέον δεν υπάρχουν είναι απώντα και η όποια σύνδεση μαζί τους πλέον δεν υπάρχει διότι ξαφνικά τα βλέπουμε μόνο σαν κρέας (π.χ. μπιφτέκια). Όπως αναφέρει η Carol Adams στο βιβλίο της The Sexual Politics of Meat : «Η ζωή των ζώων προηγείται και επιτρέπει την ύπαρξη του κρέατος. Αν τα ζώα είναι ζωντανά δεν μπορούν να είναι κρέας. Έτσι ένα νεκρό σώμα αντικαθιστά το ζωντανό ζώο. Χωρίς τα ζώα δεν θα υπήρχε κρεατοφαγία, ωστόσο τα ζώα σαν οντότητες απουσιάζουν από την πράξη της κατανάλωσης κρέατος επειδή έχουν μετατραπεί σε τροφή». Και ενώ οι πολιτισμικές έννοιες του κρέατος και της κρεατοφαγίας αλλάζουν ιστορικά, ένα ουσιαστικό μέρος της σημασίας του κρέατος είναι στατικό: κανείς δεν τρώει κρέας χωρίς τον θάνατο ενός ζώου. Τα ζωντανά ζώα είναι επομένως τα απόντα στοιχεία αναφοράς στην έννοια του κρέατος. Αυτή η διαδικασία μας επιτρέπει να ξεχάσουμε το ζώο ως ανεξάρτητη οντότητα. Μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να αντισταθούμε στις προσπάθειες να κάνουμε τα ζώα παρόντα (Adams, 1990).
Από την άλλη πλευρά, το ίδιο συμβαίνει και με τις γυναίκες όταν η γλώσσα χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην σεξουαλική βία. Για παράδειγμα, ο όρος «βιασμός» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να απεικονίσει άλλα καταστροφικά βίαια περιστατικά, όπως «ο βιασμός της γης στην οικολογική γραφή των αρχών της δεκαετίας του 1970». Σε αυτή την περίπτωση, οι εμπειρίες των γυναικών ανακαλούνται «ως όχημα για την εξήγηση της καταπίεσης ενός άλλου όντος», ωστόσο οι ίδιες οι γυναίκες απουσιάζουν. Σύμφωνα με την Carol Adams, η βία κατά των γυναικών και των ζώων με τη μορφή «σεξουαλικής βίας και κρεατοφαγίας … βρίσκουν ένα σημείο τομής (absent referents) … εάν τα ζώα είναι ο απών στη φράση «η σφαγή γυναικών », οι γυναίκες είναι απούσες στη φράση «ο βιασμός των ζώων».
Αντικειμενοποίηση
Η θεωρία της αντικειμενοποίησης (Fredrickson & Roberts, 1997) εστιάζει στο αποτέλεσμα του να είσαι γυναίκα σε μια κουλτούρα που αντικειμενοποιεί το γυναικείο σώμα, τόσο μέσω των εικόνων των μέσων ενημέρωσης όσο και μέσω των κοινωνικών δικτύων. Σε αυτή τη θεωρία, η αντικειμενοποίηση ορίζεται ως «η εμπειρία του να σε αντιμετωπίζουν ως σώμα (ή συλλογή μερών του σώματος) που εκτιμάται κυρίως για τη χρήση του (ή την κατανάλωσή του από) άλλους» (Fredrickson & Roberts, 1997). Ενώ η έρευνα αντικειμενοποίησης συνήθως υποθέτει ότι η αντικειμενοποίηση των γυναικών είναι απανθρωπιστική επειδή συσχετίζει τις γυναίκες με άψυχα αντικείμενα, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι αντικειμενοποιημένες γυναίκες μπορούν επίσης να συσχετιστούν με ζώα. Οι γυναικείες μεταφορές της φύσης αντικατοπτρίζουν επίσης ορισμένα από αυτά τα στερεότυπα των γυναικών, όπως η μεταφορά της «Μητέρας Φύσης», χαρακτηρίζοντας τη φύση ως τροφό και ζωογόνο. Ο στόχος του χορτοφαγικού οικοφεμινισμού είναι να βάλει τέλος σε κάθε καταπίεση, και εστιάζει στις συνδέσεις μεταξύ της καταπίεσης των μη ανθρώπινων ζώων και της καταπίεσης των γυναικών. Και οι δύο ομάδες αντικειμενοποιούνται από τους άνδρες εντός του κυρίαρχου λόγου της πατριαρχίας, αν και με διαφορετικούς τρόπους: οι γυναίκες θεωρούνται αντικείμενα του σεξ και τα μη ανθρώπινα ζώα τροφή. Και στις δύο περιπτώσεις, και τα δύο όντα θεωρούνται κατώτερα από τους άνδρες, και επομένως μπορούν να χρησιμοποιηθούν, να κακομεταχειριστούν και να καταναλωθούν από άτομα με περισσότερα προνόμια.
Οι χορτοφάγοι οικοφεμινίστριες υποστηρίζουν ότι ως φεμινίστριες, όσες αναγνωρίζουν την κυριαρχία της πατριαρχικής εξουσίας, θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν τον τρόπο με τον οποίο κυριαρχεί και αντικειμενοποιεί τα μη ανθρώπινα ζώα, και ως εκ τούτου θα πρέπει να αισθάνονται ηθική υποχρέωση να τερματίσουν όχι μόνο την καταπίεση των γυναικών αλλά και την καταπίεση των ζώων.
Σεξισμός και σπισισμός
Εάν οι γυναίκες θεωρούνται σαν ζώα και συνδέονται με τη φύση, θα πρέπει να περιμένουμε ότι οι άνθρωποι που υποστηρίζουν τις σεξιστικές πεποιθήσεις είναι επίσης πιο πιθανό να θεωρούν τα ζώα ως ηθικά κατώτερα και επομένως να εκφράζουν μεγαλύτερο ειδισμό/σπισισμό ( Dhont et al., 2020). Όσοι αφουγκράζονται και υποστηρίζουν σεξιστικές πεποιθήσεις τείνουν να υποστηρίζουν την άποψη της ανθρώπινης υπεροχής έναντι των ζώων και της φύσης και θεωρούν πιο ηθικά αποδεκτό να χρησιμοποιούν τα ζώα όπως θέλουν, μεταξύ άλλων για ψυχαγωγία και ιατρικά πειράματα (Dhont et al., 2020, Salmen & Dhont, 2021). Εκφράζουν επίσης ισχυρότερη υποστήριξη για τη θανάτωση και την κατανάλωση ζώων και είναι πιο πιθανό να συμμετέχουν σε στρατηγικές που δικαιολογούν την κατανάλωση κρέατος, όπως η άρνηση ότι τα ζώα μπορεί να υποφέρουν (Allcorn & Ogletree, 2018; Monteiro et al., 2017).
Σύνδεση του σεξισμού και του σπισισμού μέσω της γλώσσας
Οι γυναίκες συχνά αντικειμενοποιούνται με το να τις συγκρίνουν με ένα κομμάτι κρέας (πχ., πολλές φορές ακούγεται η έκφραση «εμένα μου αρέσει η γυναίκα να έχει λίγο κρέας πάνω της») ή τις απανθρωποποιούν με το να τις αποκαλούν «αγελάδα» ή «σκύλα». Υπάρχει πράγματι μια ιστορία απανθρωποποίησης μέσω της εξίσωσης των ανθρώπων με τα ζώα, κάτι που λόγω του σπισισμού σημαίνει ότι υποτιμώνται και θεωρούνται λιγότερο άνθρωποι. Αυτό παρατηρείται συχνά σε περιπτώσεις γενοκτονίας, πχ στη Ρουάντα οι Τούτσι συγκρίνονταν με κατσαρίδες για πολλούς μήνες πριν την πραγματική γενοκτονία. Το να βλέπεις τους ανθρώπους ως ζώα διευκολύνει την καταπίεσή τους, και έτσι είναι για άλλη μια φορά σαφές ότι για να τερματιστεί η καταπίεση των ανθρώπων, πρέπει επίσης να τερματιστεί η καταπίεση των μη ανθρώπινων ζώων αφού τα μη ανθρώπινα ζώα θεωρούνται εγγενώς κατώτερα από τους ανθρώπους.
Κρέας, άντρες και αρρενωπότητα
Μια συνέπεια της διασυνδεδεμένης φύσης των πατριαρχικών δομών φύλου και των συστημάτων εκμετάλλευσης των ζώων είναι η αντίληψη ότι η κατανάλωση κρέατος συμβολίζει τη δύναμη, και την αρρενωπότητα (Adams, 2015). Για παράδειγμα, οι άνθρωποι συνδυάζουν πιο γρήγορα λέξεις που σχετίζονται με το κρέας με αρσενικά ονόματα παρά με γυναικεία ονόματα και πιο γρήγορα συνδυάζουν λέξεις που σχετίζονται με λαχανικά με γυναικεία ονόματα παρά με αντρικά ονόματα. Ο σύνδεσμος κρέατος-αρρενωπότητας αντικατοπτρίζεται επίσης στην κατασκευή της γλώσσας.
Τα πιάτα με κρέας βαθμολογούνται ως περισσότερο αρσενικά παρά θηλυκά και θεωρούνται πιο αρρενωπά από τα χορτοφαγικά πιάτα. Ωστόσο, η αποδοχή από τους καταναλωτές αυτών των προϊόντων είναι σχετικά χαμηλή και η έρευνα δείχνει ότι αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι το φυτικό κρέας θεωρείται λιγότερο αρρενωπό από το κρέας ζώου. Μια έρευνα έδειξε ότι οι κρεατοφάγοι βαθμολόγησαν πανομοιότυπα πιάτα κρέατος που παρουσιάζονταν στις φωτογραφίες ως λιγότερο ανδρικά και τα αξιολόγησαν χαμηλότερα σε γεύση και οσμή όταν χαρακτηρίστηκαν ως φυτικής προέλευσης σε σύγκριση με το ζωικό κρέας. (Salmen, Dhont, Krings et al., 2022).
Επισφαλής αρρενωπότητα και αντιλήψεις για τον βιγκανισμό έναντι της κατανάλωσης κρέατος
Ο συσχετισμός κρέατος-αρρενωπότητας έχει επίσης επιπτώσεις στην αντίληψη των ανθρώπων για τους vegetarian ή τους vegan άνδρες. Για παράδειγμα, αρκετές μελέτες έδειξαν ότι οι άνδρες που ακολουθούν μια χορτοφαγική (vegetarian) ή πλήρως φυτική διατροφή (vegan) θεωρούνται λιγότερο αρρενωποί από τους παμφάγους άνδρες (Salmen, Dhont, & Faber, 2022). Ο Thomas (2016) διαπίστωσε περαιτέρω ότι ιδιαίτερα οι vegan άντρες που είναι vegan εκτός επιλογής (έναντι αναγκαιότητας όπως θέματα υγείας) θεωρούνται λιγότερο αρρενωποί. Ως εκ τούτου, η επιλογή της αποχής από την κατανάλωση κρέατος, μια παραδοσιακά ανδρική συμπεριφορά, μπορεί να αφαιρέσει τους άνδρες από την αρρενωπότητά τους, η οποία με τη σειρά της μπορεί να διαμορφώσει αρνητικές στάσεις απέναντί τους και να οδηγήσει σε κοινωνικό αποκλεισμό και χαμηλότερη αντιληπτή ελκυστικότητα (MacInnis & Hodson, 2017; Salmen, Dhont , & Faber, 2022). Επιπλέον, βρέθηκε ότι οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονταν τους vegan άνδρες ως λιγότερο αρρενωπούς είχαν ιδιαίτερα μεγαλύτερη τάση να αξιολογούν τους vegan άνδρες πιο αρνητικά όταν είχαν ισχυρότερες σεξιστικές πεποιθήσεις για το ρόλο του φύλου.
Τέτοια ευρήματα συνάδουν με την ιδέα ότι ο ανδρισμός, πρέπει να κερδίζεται και να αποδεικνύεται συνεχώς . Επιπλέον, οι άνδρες που ανησυχούν ότι δεν ανταποκρίνονται στα παραδοσιακά πρότυπα του ανδρικού φύλου είναι πιο πιθανό να πιστεύουν ότι η κατανάλωση κρέατος ενισχύει την αρρενωπότητά τους και εκφράζουν μεγαλύτερες προθέσεις να αγοράσουν κρέας (Mesler et al., 2021). Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν την κοινωνική λειτουργία της κατανάλωσης κρέατος για στρατηγικές διαχείρισης εντυπώσεων ή ως αντισταθμιστική συμπεριφορά και υποδεικνύουν ότι οι άνδρες μπορεί να καταναλώνουν κρέας για να επιδείξουν συμπεριφορά συμβατή με τα στερεότυπα του φύλου τους.
Συμπεράσματα
Ο χορτοφαγικός οικοφεμινισμός φέρνει στο φως τις αλληλοσυνδεόμενες καταπιέσεις γυναικών και ζώων εντός της πατριαρχικής ιεραρχίας. Ένα πρωταρχικό ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι φεμινίστριες είναι η αυτονομία του σώματός τους, ανεξάρτητη και απαλλαγμένη από τον έλεγχο της εκκλησίας και του κράτους. Η βίγκαν οικοφεμινίστρια Marti Kheel υποστηρίζει ότι «η έλλειψη ελέγχου που έχουν οι γυναίκες στην αναπαραγωγική τους ικανότητα στην πατριαρχική κοινωνία μεγεθύνεται σε εργοστασιακές φάρμες όπου οι θηλυκές αγελάδες διατηρούνται σε συνεχή κατάσταση γαλουχίας και όπου οι αγελάδες αντιμετωπίζονται σαν εμπόρευμα από την ημέρα που γεννιούνται και παρά την θέληση τους γονιμοποιούνται κάθε χρόνο για να παράγουν το γάλα που στερείται το μοσχαράκι τους για να το καταναλώσει ο άνθρωπος». Η συμπάθεια και η ενσυναίσθηση προς τα μη ανθρώπινα ζώα και η αναγνώριση ότι η ίδια κυρίαρχη δύναμη καταχράται όλους τους καταπιεσμένους είναι απαραίτητη για τον τερματισμό κάθε καταπίεσης. Το να βλάπτουμε τα ζώα έρχεται σε αντίθεση με τα φυσικά ένστικτα των ανθρώπων. Η ανθρώπινη γλώσσα χρησιμοποιείται με έναν τέτοιο τρόπο για να αποκρύψει τη ζημιά που προκαλούν οι άνθρωποι στα μη ανθρώπινα ζώα. Στην κτηνοτροφία, η πράξη της θανάτωσης ενός ζώου που δεν είναι ανθρώπινο δεν είναι γνωστή ως «σφαγή» αλλά ως «τερματισμός» ή «συσκευασία κρέατος» και κατά συνέπεια τα ίδια τα ζώα αναφέρονται ως «προϊόντα». Αυτή η ορολογία αποτρέπει τη έμφυτη συμπάθεια των ανθρώπων, αποσυνδέοντας το ζωντανό ζώο από το προϊόν και συγκαλύπτοντας τη ζημιά που προκαλείται σε αυτά τα μη ανθρώπινα ζώα από τον άνθρωπο. Μια άλλη δικαιολογία για την εκμετάλλευση και την χρήση των ζώων είναι ότι είναι απαραίτητη λειτουργία για να επιβιώσουν οι άνθρωποι. Αυτό υποστηρίζεται από τη συζήτηση ότι οι άνθρωποι πρέπει να καταναλώνουν κρέας, γαλακτοκομικά και αυγά για να είναι υγιείς ή ότι οι δοκιμές σε ζώα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την προώθηση της ιατρικής. Έτσι, ενώ οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους συμπονετικοί και νοιάζονται για τα μη ανθρώπινα ζώα, υπάρχουν πολλά εμπόδια που δημιουργούνται από «την ουσιαστική δύναμη της θεσμοθετημένης εκμετάλλευσης των ζώων [που] υποστηρίζουν την άγνοια, προάγουν τον φόβο, ανταμείβουν τη σκληρότητα και τιμωρούν την καλοσύνη”. Τα εμπόδια είναι βαθιά ριζωμένα σε πολλές κοινωνίες και ως εκ τούτου η κοινωνική δικαιοσύνη για τα μη ανθρώπινα ζώα είναι συχνά δύσκολο να επιτευχθεί και αναγνωριστεί. Οι χορτοφάγοι είναι σε θέση να συμπάσχουν με τα μη ανθρώπινα ζώα και να απορρίπτουν την έννοια του σπισισμού και η διατροφή τους όπως και ο τρόπος ζωής τους αντικατοπτρίζει τις πεποιθήσεις τους.