υπογράφει ο Ελσον Ζγκούρη
“Με πόσους έχεις πάει”, ήταν η ερώτηση που έπρεπε να κάνουμε στην κοπέλα με την οποία συνάπταμε ερωτική σχέση. Αυτά μας μάθαιναν οι παλιοί, οι περπατημένοι, οι σοφοί της ανδρικής παράδοσης, όσο περνούσα από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή μου.
Με τον πατέρα μου δε μίλησα ποτέ για τα ερωτικά μου κι ευτυχώς, αν ήταν να ακούσω τις ίδιες συμβουλές. Μετά, μας έλεγαν κλείνοντας το μάτι, πως τον αριθμό που θα παίρναμε ως απάντηση έπρεπε να τον πολλαπλασιάσουμε επί τρία. Διότι κάθε γυναίκα, εκτός της μάνας μας και της αδελφής μας, είναι πουτάνα. Θυμάμαι ένα αγόρι, λίγα χρόνια μεγαλύτερο μου, ο οποίος έκανε σεξ με μια κοπέλα στην ηλικία μου και μας έλεγε πως του φάνηκε τόσο περίεργο, που η κοπέλα του εξομολογήθηκε, πως αυνανίζεται και είναι πολλές φορές υγρή. “Καταλαβαίνετε πόσο πουτάνα είναι;”, μας ρωτούσε. Εγώ την κοπέλα αυτή, γενικά, τη συμπαθούσα πολύ και όσο μεγαλώναμε την έβρισκα όλο και πιο ελκυστική. Ένιωθα μια ωραία αίσθηση, που μια τέτοια “πουτάνα”, μου ήταν ερωτικά ελκυστική. Ένιωθα σαν να χτυπούσα αυτό το μεγαλύτερο αγόρι στα μούτρα, που μιλούσε τόσο άσχημα για εκείνη, ενώ της πούλαγε έρωτα για να ικανοποιεί τις ορέξεις του.
Κι όπως λέει ο Ουίνστον στο “1984”, “με όσους πιο πολλούς το έχεις κάνει τόσο πιο πολύ σε θέλω”. Θεωρούσε πως κάνοντας έρωτα μαζί της, κρυφά από το Κόμμα και τον Μεγάλο Αδελφό, έκαναν μια μικρή επανάσταση. Ήταν μια καθαρά πολιτική πράξη, το να απολαμβάνουν και ο δύο το σεξ, δίχως κανένα ίχνος ενοχής.
Κάθε φορά που ανακαλύπτω πόσο έντονη ήταν η παρουσία της πατριαρχίας στην καθημερινότητά μου, τη μισώ όλο και περισσότερο. Όπως το ίδιο συμβαίνει με τον ρατσισμό.
Νιώθω απελευθέρωση και περηφάνια για πράγματα, που όταν συνέβαιναν ένιωθα ενοχή και ντροπή να τα πω δυνατά, παρά τα κρατούσα μέσα μου. Πράγματα όπως, ότι μου άρεσαν πολλές φορές κοπέλες, οι οποίες είχαν στιγματιστεί από τους “γαμάω και δέρνω”, ως “εύκολες” και “πουτανάκια”.
Ανακαλύπτω, σιγά σιγά, τον λόγο που πάντα δεν έβλεπα με καλό μάτι τις παραδόσεις. “Δώσε το χέρι σου σαν άντρας”, “Έλα να πιείς ρακί, είσαι άντρας εσύ” και άλλα τόσα κλισέ που άκουγα γύρω μου. Μόνο ο παππούς μου (ή ίσως εγώ τον ηρωοποιώ), μου έλεγε πως είμαι απλά δυνατός σαν τον Ηρακλή και δε χρησιμοποιούσε αυτές τις κλισέ φράσεις.
Θεωρώ πως δεν χωρά σύγκριση στο ποιος υπέφερε και υποφέρει περισσότερο από την πατριαρχία. Οι γυναίκες, αδιαμφισβήτητα. Όμως, ως έναν βαθμό, και οι άντρες οι οποίοι έπρεπε να ταιριάξουν σε ρόλους, που πιθανόν να μην τους άρεσαν ή ταίριαζαν.
Πάντα ονειρευόμουν έναν κόσμο ανάποδα, όπου όλοι αυτοί που υποφέρουν σε αυτόν θα περάσουν στην άλλη πλευρά και θα αλλάξουν ρόλους με τους δήμιούς τους.
Όμως, μεγαλώνοντας, συνειδητοποιώ πως γενικότερα όποιος καταφέρει να συγχωρήσει, να ξεχάσει την εκδίκηση και να μην κάνει ότι του έκαναν, είναι πραγματικά ένας ανώτερος άνθρωπος.
Εύχομαι μόνο, οι ανώτεροι αυτοί άνθρωποι να πολλαπλασιαστούν και να φτιάξουν μια μέρα έναν κόσμο ονειρικό, όπου κανένας δε θα υποφέρει εξαιτίας των άλλων.
Μπορεί απλά να παραληρώ και να ονειρεύομαι το ακατόρθωτο, μα είχα ξεχάσει πόσο ωραίο είναι να ταξιδεύεις για ώρες με το τραίνο και έγραψα όλο αυτό μόλις ξύπνησα για τον τυπικό έλεγχο εισιτηρίων…