Η ανάρρωση από την κακοποίηση οποιουδήποτε είδους είναι πιο περίπλοκη από την τοποθέτηση των όρων “θύμα” ή/και “επιζών”.
Κακοποίηση ορίζεται η ακατάλληλη και βλαβερή μεταχείριση ενός ατόμου/ατόμων για την επίτευξη άδικων και ακατάλληλων σκοπών. Υπάρχει μια πληθώρα ειδών κακοποίησης. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: η σωματική κακοποίηση, η ψυχο-συναισθηματική κακοποίηση, η λεκτική κακοποίηση, η σεξουαλική κακοποίηση, ο εκφοβισμός, η διαδικτυακή κακοποίηση, η παραμέληση και πολλά άλλα. Βεβαίως, υπάρχουν και άπειροι συνδυασμοί αυτών των ειδών που μπορούν να συμβαίνουν κλιμακωτά ή ταυτόχρονα. Η κακοποίηση μπορεί να γεννηθεί σε κάθε σχέση σε οποιοδήποτε περιβάλλον, είτε αυτό είναι στο σπίτι ανάμεσα σε συζυγικά πρόσωπα ή ανάμεσα σε γονέα και παιδί (ενδοοικογενειακή κακοποίηση), είτε αυτό είναι στο σχολείο ανάμεσα σε μαθητά ή ανάμεσα σε καθηγητά και μαθητά, είτε αυτό είναι στον εργασιακό χώρο ανάμεσα σε υπάλληλα ή ανάμεσα σε προϊστάμενο και υπάλληλο και οι συνθήκες κάθε φορά είναι διαφορετικές.
Ανεξαρτήτως των συνθηκών, η κακοποίηση είναι ένα αισχρό φαινόμενο το οποίο επηρεάζει σε τεράστιο βαθμό το άτομο που την υφίσταται. Οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης δημιουργεί στο άτομο που την βίωσε ψυχο-συναισθηματικό τραύμα. Οι σωματικές βλάβες τις περισσότερες φορές μπορούν να επουλωθούν. Το ψυχικό τραύμα, όμως, μπορεί να ακολουθήσει το άτομο αυτό κατά την διάρκεια της υπόλοιπης ζωής του. Η κακοποίηση βλάπτει άμεσα την ψυχική υγεία ενός ανθρώπου και ενδεχομένως να το οδηγήσει σε κατάθλιψη, άγχος και άλλες ψυχικές νόσους. Το πιο συχνό αποτέλεσμα της κακοποίησης είναι το μετατραυματικό στρες το οποίο κάνει το άτομο να έχει εφιάλτες ή και εικόνες κατά την διάρκεια της ημέρας από στιγμιότυπα της κακοποίησης. Αυτή η κατάσταση το καθιστά ιδιαίτερα δύσκολο για το άτομο να αναρρώσει από την κακοποίηση και να επιστρέψει στον ρυθμό της ζωής του πριν αυτή συνέβη (η κακοποίηση) ή να χτίσει μια καινούρια λειτουργική καθημερινότητα. Πολλοί άνθρωποι απευθύνονται σε ειδικούς ψυχικής υγείας ώστε να μπορέσουν να θεραπεύσουν το τραύμα. Άλλοι θέλουν να ξεφύγουν από τον πόνο που έχει προκαλέσει η κακοποίηση και στρέφονται σε πράγματα όπως το αλκοόλ, οι ναρκωτικές ουσίες και γενικά στην αυτοκαταστροφή. Συνήθως, αποσύρονται από δραστηριότητες της καθημερινότητας και κοιμούνται ή κάθονται πολλές ώρες στο κρεβάτι ώστε να αποφύγουν την πραγματικότητα που τα έβλαψε.
Όταν πρόκειται για την ανάρρωση από την κακοποίηση, μιλάμε για μια μακροχρόνια και επώδυνη διαδικασία η οποία έχει μερικές στιγμές οι οποίες είναι καλύτερες και άλλες που είναι πράγματι αποθαρρυντικές. Αυτή, όμως, είναι η ανάρρωση, δεν είναι μια ευθεία γραμμή. Κι εδώ, ας σταθούμε σε ένα άλλο φαινόμενο το οποίο αφορά στα άτομα που έχουν υποστεί κακοποίηση. Ο τρόπος με τον οποίον αναφερόμαστε σε αυτά και η ετικετοποίηση που τους κάνουμε.
Τις περισσότερες φορές, όταν αναφερόμαστε σε αυτά τα άτομα κινούμαστε στο δίπολο θύμα-επιζών. Με άλλα λόγια, είτε τα αποκαλούμε θύματα κακοποίησης, είτε τα αποκαλούμε επιζώντα μιας τραυματικής κατάστασης. Στην πραγματικότητα, όμως, οι ετικέτες αυτές δεν είναι επίκαιρες στην περιγραφή του βιώματος ενός ανθρώπου που υφίσταται κακοποίηση. Συχνά, καταλήγουν προβληματικές και πιθανότατα να μην βοηθούν τα άτομα στην διαδικασία ανάρρωσης.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα γιατί το δίπολο θύμα-επιζών δεν αποδίδει ορθώς την εμπειρία ενός κακοποιημένου ανθρώπου:
Θύμα – η έννοια αυτή δηλώνει ότι το άτομο έχει δεχτεί κάποια κακοποιητική ή/και παραβιαστική συμπεριφορά από κάποιο άλλο άτομο/α που ήθελε να του κάνει κακό. Υπογραμμίζει την αδικία που διαπράχθηκε απέναντι στο κακοποιημένο άτομο. Όταν το άτομο χρησιμοποιεί τον όρο “θύμα” για να χαρακτηρίσει την θέση στην οποία βρίσκεται του είναι ευκολότερο να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που του συμβαίνει δεν είναι δίκαιο, κατανοεί ότι είναι κακοποίηση και προσπαθεί να βγει από τον κύκλο της κακοποίησης και δέχεται την βοήθεια από τα άλλα πρόσωπα γύρω του.
Η άλλη πλευρά του νομίσματος αφορά στην περίοδο μετά την κακοποίηση και την μετάβαση προς την ανάρρωση από αυτήν. Η προσκόλληση της έννοιας “θύμα” στο άτομο το κάνει να νιώθει ως παθητικό δέκτη. Το παρουσιάζει ως έρμαιο των καταστάσεων χωρίς δυνατότητα αντίδρασης. Έτσι, αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να ξεπεράσει την κακοποίηση και να διαμορφώσει την ταυτότητά του και την αίσθηση του εαυτού του μακριά από την κακοποίηση και το τραύμα. Νιώθει την κακοποίηση ως αδιαχώριστο κομμάτι του, το οποίο θα το καθορίζει για πάντα. Δεν μπορεί να είναι πια “το άτομο”, επειδή πλέον είναι και παραμένει “το θύμα”, χωρίς την δύναμη και την ευκαιρία να αλλάξει τα πράγματα και να πάρει πίσω την ζωή στα χέρια του.
Επιζών – η έννοια αυτή δηλώνει ότι το άτομο που έχει δεχτεί κάποια κακοποιητική ή/και παραβιαστική συμπεριφορά, έχει καταφέρει να ξεπεράσει τις δυσκολίες και το τραύμα και ότι πλέον απολαμβάνει την ζωή που έχτισε με κόπο μετά την κακοποίηση και αποτελεί σύμβολο ψυχικού σθένους και δυναμισμού. Αυτό είναι πράγματι ένα αισιόδοξο μήνυμα για οποιοδήποτε έχει υποστεί κακοποίηση και θέλει να δείξει ότι η ζωή συνεχίζει και μετά το τραύμα.
Ωστόσο, πέρα από την αισιοδοξία, ο όρος αυτός, όπως και ο προηγούμενος, είναι περιοριστικός. Παγιδεύει το άτομο σε μια εικόνα ενός ανθρώπου που έχει ξεπεράσει πλήρως το τραύμα και σε αυτό το σημείο χρησιμοποιεί τις παρελθοντικές εμπειρίες για να μπορεί να είναι δυναμικό και να αντιμετωπίζει ο,τιδήποτε παρουσιαστεί στον δρόμο του από εδώ και πέρα. Προφανώς, είναι κατανοητό πως δεν γίνεται ένα άτομο να έχει ξεπεράσει το τραύμα του πλήρως σε σημείο που δεν το επηρεάζει ποτέ πια. Τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι πιο περίπλοκα από αυτό. Θα υπάρξουν στιγμές, λίγο χρόνο μετά την τραυματική εμπειρία ή και πολλά χρόνια μετά την εμπειρία, στις οποίες το άτομο θα νιώθει ψυχικά αδύναμο και ότι καταρρέει. Θα νιώσει πόνο, θλίψη, στρες, άγχος, πιθανότατα και απόγνωση. Η ιδέα του επιζώντος δεν αφήνει περιθώριο στο άτομο να νιώσει τα συναισθήματα αυτά, προσπαθεί να τα διώξει, επειδή κρατά σφιχτά την πεποίθηση ότι πρέπει να είναι δυνατό κάθε δευτερόλεπτο της ζωής του ώστε να αποδείξει ότι μπορεί να επιζήσει σε δύσκολες καταστάσεις, ότι μπόρεσε να επιζήσει από την κακοποίηση. Νιώθει την πίεση και την ανάγκη να αποδείξει ότι έχει τον έλεγχο και σε χαώδεις περιπτώσεις. Έτσι, καταλήγει να καταπιέζει και να συσσωρεύει όλα τα επώδυνα και άβολα συναισθήματα βαθειά στην ψυχή του χωρίς να τους δείξει την προσοχή που χρειάζονται και μεγαλώνοντας ταυτόχρονα τον πόνο και τρέφοντας ντροπή επειδή νιώθει πράγματα που πιστεύει ότι ένα επιζών άτομο όπως το ίδιο δεν πρέπει να νιώθει. Μια τέτοια καταπίεση συναισθημάτων είναι ιδιαίτερα καταστροφική για την ψυχική υγεία του ατόμου με αποτέλεσμα να επανατραυματίζεται από την ετικέτα που του ορίστηκε. Δεν νιώθει ελεύθερο να νιώσει τα συναισθήματά του στην ολότητά τους, χαρούμενα ή μη, δυναμικά ή μη.
Για αυτούς τους λόγους, το δίπολο θύμα-επιζών δεν είναι εφικτό στην απόδοση του βιώματος του ατόμου. Η ανάρρωση από την κακοποίηση και το τραύμα δεν είναι κάτι σταθερό. Υπάρχουν στιγμές που ο άνθρωπος νιώθει περισσότερο θύμα και άλλες που νιώθει περισσότερο επιζών. Υπάρχουν δύσκολες στιγμές που η κατάθλιψη και το στρες ξαναχτυπούν και άλλες που η ζωή φαίνεται τόσο γεμάτη με αισιόδοξες προοπτικές. Το κακοποιημένο άτομο νιώθει μια ποικιλία συναισθημάτων που πολλές φορές είναι αντιφατικά μεταξύ τους. Η αμφιθυμία είναι μια πολύ φυσιολογική συνέπεια του τραύματος. Αυτό που εμείς, τα υπόλοιπα άτομα γύρω του, οφείλουμε να κάνουμε, είναι να το αποδεχόμαστε και να το κατανοούμε και στις καλές και στις όχι τόσο καλές στιγμές του και να του παρέχουμε την στήριξη που χρειάζεται.
Και πάνω από όλα, ας βλέπουμε το άτομο για το άτομο που είναι και όχι ως μια ετικέτα “θύμα” ή “επιζών”. Οι λέξεις αυτές δεν μπορούν να περιγράψουν την περιπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος ανεξαρτήτως της κακοποίησης που δέχτηκε και πώς διαχειρίζεται το τραύμα.